Χάρτες

Χάρτες
Πεδινός οικισμός (υψόμ. 130 μ.), στην πρώην επαρχία Άνδρου, του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μακροταντάλου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βαθομετρικοί χάρτες — Χάρτες που περιέχουν το βάθος των θαλασσών σε κάθε σημείο τους και με βάση τους οποίους μπορεί να παρασταθεί η τοπογραφική διαμόρφωση του πυθμένα. Τα σημεία του χάρτη έχουν τιμές αρνητικές ως προς τη στάθμη της θάλασσας. Χρήση των β.χ. γίνεται… …   Dictionary of Greek

  • Ραγούζας καταστατικοί χάρτες — Μεσαιωνικό φεουδαρχικό θέσπισμα της πόλης Ραγούζα (σημερινό Ντουμπρόβνικ) στη Δαλματία. Στους χάρτες αυτούς συμπεριλαμβάνονται οι χάρτες του 1335, του 1357 κ.ά. Ωστόσο, ως κ.χ.Ρ. θεωρούνται οι χάρτες του 1272, οι οποίοι έγιναν με πρωτοβουλία της… …   Dictionary of Greek

  • βαθυλιθολογικοί χάρτες — Ειδικοί ναυτικοί χάρτες που υποδεικνύουν το βάθος της θάλασσας (σε μέτρα ή οργιές), σε συνδυασμό με την πετρογραφική σύσταση του πυθμένα. Αποτελούν σημαντικό βοήθημα για τους κυβερνήτες πλοίων, ώστε να επιτύχουν την ασφαλή προσέγγιση σε ρηχά νερά …   Dictionary of Greek

  • άτλας — I Συλλογή εικονογραφημένων πινάκων, ταξινομημένων σύμφωνα με ορισμένες αρχές· κυρίως όμως ο όρος σημαίνει συστηματοποιημένη συλλογή γεωγραφικών χαρτών. Ανάλογα με τον τύπο χαρτών που περιέχουν, οι ά. διακρίνονται σε γεωγραφικούς, ιστορικούς κλπ.… …   Dictionary of Greek

  • χαρτογραφία — Επιστήμη που αποβλέπει στην απεικόνιση επάνω σε επίπεδη ή σφαιρική επιφάνεια, σε σμίκρυνση, ενός μέρους ή όλης της γήινης επιφάνειας. Η ανάγκη της αναπαράστασης επάνω σε μια σημαντικά περιορισμένη επιφάνεια των τοπογραφικών ιδιομορφιών μιας… …   Dictionary of Greek

  • γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… …   Dictionary of Greek

  • γεωλογικός χάρτης — Χάρτης που εικονίζει τη γεωλογική κατασκευή μερικών τμημάτων του στερεού φλοιού της Γης σε οριζόντια προβολή τους πάνω στον τοπογραφικό χάρτη που χρησιμοποιείται ως υπόβαθρο. Οι χάρτες αυτοί συντάσσονται ύστερα από λεπτομερείς γεωλογικές έρευνες… …   Dictionary of Greek

  • τοπογραφία — Επιστήμη που μελετά τις μεθόδους και τα όργανα λεπτομερούς αναπαράστασης της φυσικής επιφάνειας της Γης, για την εκτέλεση πάνω σε αυτή διαφόρων γεωμετρικών πράξεων. Η εργασία γίνεται με την υπόθεση ότι η επιφάνεια του γεωειδούς μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • τουρισμός — Πολύμορφο φαινόμενο, που περιλαμβάνει το σύνολο των μετακινήσεων που γίνονται για μορφωτικούς λόγους ή για αναψυχή και τις πολλαπλές του επιδράσεις στην οικονομία και στο τοπίο των ενδιαφερόμενων περιοχών. Ο τ. απασχόλησε στις πολλαπλές… …   Dictionary of Greek

  • Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”